ἀποχωρίζομαι

ἀποχωρίζομαι
ἀποχωρίζω
separate from
pres ind mp 1st sg
ἀποχωρίζω
separate from
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποχωρίζομαι — αποχωρίζομαι, αποχωρίστηκα, αποχωρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναποδιίσταμαι — Μ αποχωρίζομαι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποδιίσταμαι «αποχωρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρίζω — (AM ἀναχωρίζω) μσν. 1. (μτβ.) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου, εγκαταλείπω 2. (αμτβ.) απομακρύνομαι αρχ. 1. ενεργ. α) κάνω να υποχωρήσει β) αποσύρω 2. μέσ. αποχωρίζομαι, ζω χωριστά από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποδιαλαμβάνομαι — ἀποδιαλαμβάνομαι (Α) αποχωρίζομαι, διαιρούμαι …   Dictionary of Greek

  • αποζεύω — (Μ ἀποζεύω Α ἀποζεύγνυμι κ. γνύω) ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό αρχ. 1. διαχωρίζω 2. ( μαι) αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι 3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» σταμάτησα να περπατώ …   Dictionary of Greek

  • αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… …   Dictionary of Greek

  • αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • απομείρομαι — ἀπομείρομαι (Α) 1. διαμοιράζω 2. αποχωρίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”